- αλάργα
- (λ. ιταλ.), επίρρ. τοπ., σε απόσταση, μακριά: Το χωριό ήταν ακόμη πολύ αλάργα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλάργα — και αλάργου επίρρ. 1. (για απόσταση) μακριά, από μακριά 2. (για χρόνο) σε αραιά χρονικά διαστήματα, κάπου κάπου, σιγά σιγά 3. Ναυτ. ανοιχτά τού πελάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Επιρρ. φράση alla larga «στο ανοιχτό πέλαγος». ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργαθε,… … Dictionary of Greek
αλαργώνω — [αλάργα] απομακρύνομαι … Dictionary of Greek
αλαργοπέφτω — 1. (για απόσταση) πέφτω αλάργα, μακριά 2. (για χρόνο) πέφτω κατά αραιά διαστήματα («ακούω ντουφεκιές ν’αλαργοπέφτουν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα + πέφτω] … Dictionary of Greek
λάργα — επίρρ. αλάργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα* με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
αλάργαθε — επίρρ. [αλάργα] από μακριά … Dictionary of Greek
αλάργος — ο ο αλαργινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αλάργα. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλαργογείτονας, αλαργοτάξιδος] … Dictionary of Greek
αλάργου — επίρρ. βλ. αλάργα … Dictionary of Greek
αλαργαδινός — ή, ό ο αλαργινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρ. αλάργα και παραγωγική κατάλ. –ινός, με συμφυρμό προς τη λ. βραδινός] … Dictionary of Greek
αλαργεύω — 1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω 2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι 3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη] … Dictionary of Greek
αλαργιά — η [αλάργα] ανοιχτός χώρος … Dictionary of Greek